- εισθρωσκω
- εἰσθρῴσκωεἰσ-θρῴσκωпоэт. ἐσθρῴσκω (только aor. 2 ἔσθορον) вскакивать, устремляться
(ἔσθορε Ἕκτωρ Hom.; δόμον τινός Aesch.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(ἔσθορε Ἕκτωρ Hom.; δόμον τινός Aesch.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
εισθρώσκω — εἰσθρῴσκω (Α) πηδώ μέσα, εισορμώ … Dictionary of Greek
θρώσκω — θρῴσκω και θρώσκω (Α) 1. πηδώ 2. (για βέλη) πετώ 3. (για κουκιά ή ρεβίθια κατά το λίχνισμα) πηδώ επάνω, αναπηδώ 4. κινούμαι ξαφνικά εναντίον κάποιου, προσβάλλω, εφορμώ 5. (για νόσο) προσβάλλω 6. τρέχω, ορμώ, σπεύδω 7. οχεύω 8. (η μτχ. αρσ. ως… … Dictionary of Greek